κατατέρπω

κατατέρπω
κατατέρπω (AM)
προξενώ ευχαρίστηση («εὐφραίνου καὶ κατατέρπου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου», ΠΔ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”